Πάνω από 56 τόνοι ουσιών που χαρακτηρίζονται από τους ειδικούς ως «ιδιαίτερα τοξικές» απελευθερώθηκαν στον ελληνικό αέρα το 2007 σύμφωνα με τα στοιχεία του νεοσύστατου ευρωπαϊκού μητρώου καταγραφής ρύπων, ενώ άλλοι 3,5 τόνοι κατέληξαν στο νερό.
Στην ηλεκτρονική υπηρεσία της Κομισιόν και του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος, που άρχισε να λειτουργεί αυτή την εβδομάδα στη διεύθυνση http://prtr.ec. europa.eu, στοιχειοθετείται με αριθμούς και ονόματα επιχειρήσεων ότι οι περιοχές της Ελλάδας στις οποίες απελευθερώνονται οι μεγαλύτερες ποσότητες και «ποικιλίες» επικίνδυνων χημικών είναι η Δυτική Αττική, η Δυτική Μακεδονία, η Θεσσαλονίκη, η Κόρινθος, η Μαγνησία, η Ανατολική Στερεά Ελλάδα. Ακόμη στο μητρώο καταγραφής ρύπων μπορεί κανείς να βρει ποιοι είναι οι μεγαλύτεροι ρυπαντές σε αέρια του θερμοκηπίου αλλά και την παραγωγή των επικίνδυνων αποβλήτων. «Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν υπάρχουν δηλητηριώδεις ουσίες αλλά δηλητηριώδεις δόσεις: για παράδειγμα, η κατανάλωση 80 λίτρων νερό μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα μπορεί μέχρι και να δηλητηριάσει έναν άνθρωπο, ενώ μία μικρή δόση κινίνου, που είναι δηλητήριο, μπορεί να γιατρέψει», λέει ο κ. Μιχάλης Χάλαρης, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης Ελλήνων Χημικών, ο οποίος επισημαίνει ότι ως ιδιαίτερα τοξικές ουσίες χαρακτηρίζονται το αρσενικό, το βενζόλιο, ο υδράργυρος, οι φαινόλες, οι διοξίνες, οι πολυκυκλικοί αρωματικοί υδρογονάνθρακες, τα ΡCΒs- για το εξασθενές χρώμιο δεν υπάρχουν στοιχεία, παρά μόνο για το ολικό χρώμιο στο οποίο περιλαμβάνεται και το τρισθενές, το οποίο δεν θεωρείται επιβλαβές. Οι συνέπειες
«Ελάχιστες ποσότητες αυτών των ουσιών έχουν πολύ βλαβερές συνέπειες για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον. Ιδίως το αρσενικό, ο υδράργυρος και ο μόλυβδος είναι βιοσυσσωρεύσιμα και παραμένουν στον οργανισμό. Επιπλέον, όταν σε μια περιοχή έχουμε εκπομπές περισσοτέρων της μίας τοξικών ουσιών υπάρχει περίπτωση να αλληλεπιδράσουν μεταξύ τους και να γίνουν πολύ πιο επιβλαβείς», τονίζει ο κ. Χάλαρης. Στην περιοχή της Κοζάνης- Πτολεμαΐδας το 2007 εκπέμφθηκε 1,5 τόνος αρσενικού, υδραργύρου και μολύβδου. Όσον αφορά τα λιγότερο τοξικά στοιχεία όπως είναι το νικέλιο και το κάδμιο οι εκπομπές έφτασαν τους 12,6 τόνους. «Με τα τοξικά δεν μπορεί να γίνει τίποτα αν δεν περιοριστεί η τέφρα που βγαίνει από τα φουγάρα και αυτή που επαναιωρείται στον αέρα από τις αποθέσεις», επισημαίνει ο κ. Λάζος Τσικριτζής, αναπληρωτής καθηγητής στο ΤΕΙ Δυτικής Μακεδονίας με ερευνητική εμπειρία στον τομέα επιβάρυνσης του περιβάλλοντος με βαρέα μέταλλα καθώς και στις αντιρρυπαντικές τεχνολογίες. Ο ίδιος εξηγεί ότι οι προαναφερόμενες ποσότητες τοξικών προκύπτουν από μαθηματικούς υπολογισμούς και κατά δήλωσιν των ίδιων των παραγωγών ρύπων και όχι από συστηματικές μετρήσεις. «Η μόνη μέτρηση που γίνεται στην περιοχή είναι για τις συγκεντρώσεις αιωρούμενων μικροσωματιδίων, που υπερβαίνουν τα όρια τις μισές ημέρες του χρόνου ενώ το ευρωπαϊκό όριο είναι 35 ημέρες», λέει ο κ. Τσικριτζής ο οποίος δραστηριοποιείται στην Οικολογική Κίνηση Κοζάνης.
Πέρα από τις εκπομπές αρσενικού, υδραργύρου, μολύβδου και βενζολίου, στη Δυτική Αττική καταγράφεται και απελευθέρωση ποσότητας ενός κιλού ΡCΒs για το 2007- η μόνη από βιομηχανική δραστηριότητα στην Ελλάδα, σύμφωνα με το μητρώο. Σε ολόκληρη την Ευρώπη εντοπίζονται 76 μονάδες που παράγουν τα πολύ τοξικά ΡCΒs, ενώ το ρεκόρ εκπομπών κατέχει εργοστάσιο στο Βέλγιο με 20,5 κιλά ανά έτος. «Απ΄ όσο γνωρίζω κανείς δεν ελέγχει αν οι ποσότητες που δηλώνονται από τις εταιρείες ως εκπεμπόμενοι ρύποι στο μητρώο είναι σωστές», επισημαίνει ο περιβαλλοντολόγος κ. Στέλιος Ψωμάς.
Στην ίδια κατηγορία επικινδυνότητας με τα ΡCΒs εντάσσονται και οι διοξίνες: σύμφωνα με το μητρώο ο μοναδικός τόπος παραγωγής τους στην Ελλάδα εντοπίζεται στη Μαγνησία όπου εκπέμφθηκαν 1,3 γραμμάρια το 2007. Πάντως, οι μεγαλύτερες ποσότητες διοξινών από ευρωπαϊκή εργοστασιακή μονάδα εντοπίζονται στη Ρουμανία και φθάνουν τα 90 γραμμάρια ετησίως.
ΧΩΡΙΣ ΜΕΤΡΗΣΕΙΣ
Το μητρώο ρύπων καταρτίζεται από τις δηλώσεις των βιομηχανιών, αφού δεν υπάρχει σύστημα μέτρησης
Παράνομες απορρίψεις στον Θερμαϊκό
ΑΠΟ ΤΑ στοιχεία που φιλοξενούνται στη νέα ευρωπαϊκή υπηρεσία μεγάλη απελευθέρωση επικίνδυνων χημικών σε ύδατα προκύπτει στη Θεσσαλονίκη. Σύμφωνα με τη νομαρχιακή απόφαση του 1994, τα υγρά απόβλητα που καταλήγουν στον Θερμαϊκό δεν πρέπει να υπερβαίνουν σε συγκεντρώσεις αρσενικού τα 2 χιλιοστόγραμμα ανά λίτρο, σε υδράργυρο τα 0,05 χιλιοστόγραμμα ανά λίτρο, σε μόλυβδο το 1 χιλιοστόγραμμο.
Που σημαίνει ότι για να φθάσουμε π.χ. την ποσότητα των 62,5 κιλών υδραργύρου στο νερό, όπως φαίνεται στα στοιχεία του μητρώου, πρέπει να έχουν απορριφθεί στον Θερμαϊκό περίπου 1.250.000.000 λίτρα υγρών αποβλήτων με την ανώτατη επιτρεπόμενη περιεκτικότητα σε υδράργυρο. «Έχουν ακουστεί αρκετά για παράνομες συνδέσεις στο κεντρικό αποχετευτικό δίκτυο», σχολιάζει ο αναπληρωτής καθηγητής Περιβαλλοντικής Χημείας και επικεφαλής της Ομάδας Διαχείρισης - Αειφορικής Διατήρησης Υδάτινων Πόρων του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
«Το θέμα είναι να μειωθούν οι ρύποι και όχι απλά ο ρυπαίνων να πληρώνει. Αυτό μπορεί να γίνει με επενδύσεις σε τεχνολογίες πράσινης χημείας, που ελαχιστοποιούν τους παραγόμενους ρύπους» καταλήγει ο κ. Χάλαρης, μέλος του Δ.Σ. της Ελληνικής Εταιρείας Χημικών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου